- σπένδουσι
- σπένδωmake a drink-offeringpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)σπένδωmake a drink-offeringpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαλλίον — τὸ, Α (με υποκορ. σημ.) μικρό ποτήρι ή κύπελλο («κυλίκιον μικρὸν ᾧ σπένδουσι Αἰολεῑς ὡς Φιλητᾱς φησὶν ἐν Ἀτάκτοις», Φιλήτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το αρχ. νορβ. skalle «κρανίο» παραμένει ανεπιβεβαίωτη] … Dictionary of Greek